-
1 дежурный
дежурный 1. της υπηρε σίας· \дежурныйая аптека το διανυκ τέρευαν φαρμακείο 2. м о επιμελητής (в школе)* * *1.2. мдежу́рная апте́ка — το διανυκτερεύον φαρμακείο
ο επιμελητής ( в школе)
1 дежурный
дежу́рная апте́ка — το διανυκτερεύον φαρμακείο